- μπλάστρης
- oklava, merdane
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μπλάστρης — ο πλάστης, πλαστήρι, κυλινδρική ράβδος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμ πλάστης < εμ πλάσσω] … Dictionary of Greek
πλαστήρι — το / πλαστήριον, ΝΜ νεοελλ. 1. πλασταριά 2. κυλινδρική ράβδος χρήσιμη για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης, αλλ. πλάστης ή μπλάστρης μσν. εργαστήριο αγγειοπλαστικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω/πλάθω + επίθημα τήρι(ον) (πρβλ. κλαδευ τήρι, σουρω τήρι)] … Dictionary of Greek